Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θρυλισμός — θρυλισμός, ὁ (Α) [θρυλίζω] βλ. θρυλιγμός … Dictionary of Greek
θρυλισμόν — θρυλισμός unmusical sound masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρυλιγμός — και θρυλισμός (Α) [θρυλίζω] η παραφωνία … Dictionary of Greek